μάγεμα

μάγεμα
το
1. μαγευτικό μέσο ή τέχνασμα: Τον έκανε να την ερωτευτεί με μαγέματα.
2. ευχαρίστηση, απόλαυση, γοητεία: Η μουσική ήταν μάγεμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μάγεμα — και μάγευμα, το (Α μάγευμα) [μαγεύω] μαγικό τέχνασμα, μαγεία, μάγια («βρωτοῑσι καὶ ποτοῑσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῑν», Ευρ.) νεοελλ. γοητεία, σαγήνη, αισθητική έλξη ή απόλαυση («το προσωπάκι σου στάλαζ ένα μάγεμα»,… …   Dictionary of Greek

  • επηλυσία — ἐπηλυσία και ἐπηλυσίη, η (Α) [επηλύτης] 1. γοητεία, μάγεμα 2. προσέγγιση 3. είσοδος, άφιξη …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροχυμένος — η, ο 1. κατασκευασμένος με ζάχαρη, γλυκός 2. μτφ. γοητευτικός («απ το προσωπάκι σου / το ζαχαροχυμένο / στάλαζ ένα μάγεμα», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • κατάθελξη — η (Α κατάθελξη) [καταθέλγω] η άσκηση μεγάλης επιρροής σε κάποιον, το μάγεμα …   Dictionary of Greek

  • μάγευμα — το (Α μάγευμα) βλ. μάγεμα …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτιση — η 1. η μετάδοση τών ιδιοτήτων τού μαγνήτη σε άλλα σώματα, η μετατροπή ενός μετάλλου σε μαγνήτη 2. μτφ. η άσκηση γοητείας πάνω σε κάποιον, έλξη, καταγοήτευση, μάγεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνητίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Καλλιβούρση] …   Dictionary of Greek

  • γήτεμα — το 1. η ενέργεια της γητειάς, το μάγεμα: Δεν έπιασε το γήτεμα. 2. το θέλγητρο: Το γήτεμα των ματιών της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γοητεία — η 1. ηιδιότητα του γόη, η σαγήνη: Ορισμένοι ηθοποιοί ασκούν ακαταμάχητη γοητεία στις γυναίκες. 2. μάγεμα, γητειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”